- κυτταρολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυτταρολογία: Έκανε κυτταρολογικές έρευνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυτταρολογικός — ή, ό [κυτταρολογία] σχετικός με την κυτταρολογία … Dictionary of Greek